αποτρόπαιος

αποτρόπαιος
-η, -ο
εκείνος τον οποίο θα ήθελε κανείς να αποτρέψει, να απομακρύνει, απαίσιος: Η αστυνομία κατόρθωσε να βρει τους δράστες του αποτρόπαιου εγκλήματος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀποτρόπαιος — averting evil masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποτρόπαιος — α, ο (AM ἀποτρόπαιος, ον) [αποτροπή] αυτός που τον αποστρέφεται κανείς ως απαίσιο, αποκρουστικός αρχ. αυτός που απομακρύνει το κακό ή τις συμφορές …   Dictionary of Greek

  • ἀποτρόπαιον — ἀποτρόπαιος averting evil masc/fem acc sg ἀποτρόπαιος averting evil neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • АПОТРОПЕЙ —    • Άποτρόπαιος,          см. Averruncus, Аверрунк …   Реальный словарь классических древностей

  • ἀποτροπαίοις — ἀποτρόπαιος averting evil masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποτροπαίοισι — ἀποτρόπαιος averting evil masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποτροπαίου — ἀποτρόπαιος averting evil masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποτροπαίους — ἀποτρόπαιος averting evil masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποτροπαίων — ἀποτρόπαιος averting evil masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποτροπαίῳ — ἀποτρόπαιος averting evil masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”